- φλοιορραγής
- -ές, Α(για δένδρα) αυτός που έχει σκασμένο φλοιό.[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + -ρραγής (< θ. ραγ- τού ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-ρράγ-ην), πρβλ. πυρι-ρραγής, ψυχο-ρραγής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλοιορραγής — with the bark masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλοιορραγῆ — φλοιορραγής with the bark neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φλοιορραγής with the bark masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φλοιορραγής with the bark masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλοιορραγώ — έω, Α [φλοιορραγής] είμαι ή γίνομαι φλοιορραγής*, έχω σκασμένο φλοιό … Dictionary of Greek
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek
φλοιορραγῶν — φλοιορραγέω heavy with bark pres part act masc nom sg (attic epic doric) φλοιορραγής with the bark masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)